επίπεδο

επίπεδο
το
1. (γεωμ.), επίπεδη επιφάνεια.
2. (γεωμ.), απεριόριστη επιφάνεια που περιλαμβάνει όλα τα σημεία ευθείας η οποία συνδέει δύο από τα σημεία της.
3. κάθε τμήμα εδάφους οριζοντιωμένο.
4. μτφ., θέση ή τάξη στη διαβάθμιση των αξιών, βαθμίδα ανάπτυξης (κοινωνικής, ηθικής, πνευματικής): Κρίμα, κατέβηκε σε τόσο χαμηλό επίπεδο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επίπεδο — Κάθε επιφάνεια, πάνω στην οποία εφαρμόζει η ευθεία προς όλες τις διευθύνσεις. Στην αναλυτική γεωμετρία, το ε. χαρακτηρίζεται ως το καρτεσιανό γινόμενο R χ R (όπου R είναι το σύνολο των πραγματικών αριθμών), δηλαδή το σύνολο των διατεταγμένων… …   Dictionary of Greek

  • επίπεδο φωτοαντιστάθμισης — Βλ. λ. ευφωτική ζώνη …   Dictionary of Greek

  • κεκλιμένο επίπεδο — Απλή μηχανή, που αποτελείται από ένα σταθερό επίπεδο, που σχηματίζει οξεία γωνία με μια οριζόντια επιφάνεια. Ένα σώμα τοποθετημένο πάνω στο κ.ε. κινείται από τη δράση της συνιστώσας του βάρους που είναι παράλληλη προς αυτό το επίπεδο ενώ η κάθετη …   Dictionary of Greek

  • μεσημβρινό επίπεδο — (Αστρον.). Το επίπεδο που ορίζεται από τον άξονα της ουράνιας σφαίρας και την κατακόρυφο του τόπου. Το μ.ε. συμπίπτει με το επίπεδο του γήινου μεσημβρινού του τόπου. Τα μ.ε. είναι άπειρα στο πλήθος και τέμνουν την επιφάνεια της γήινης σφαίρας σε… …   Dictionary of Greek

  • προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… …   Dictionary of Greek

  • παραστατική γεωμετρία — Το σύνολο των γεωμετρικών μεθόδων για την παράσταση σχημάτων του χώρου στο επίπεδο. Η παράσταση είναι τέτοια, ώστε να επιτρέπει την αντίληψη του ίδιου του σχήματος και την (έμμεση) μελέτη των ιδιοτήτων του. Από τις μεθόδους της π.γ. θα αναφερθούν …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… …   Dictionary of Greek

  • επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… …   Dictionary of Greek

  • αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”